- λαχανωνυμία
- λᾰχᾰν-ωνῠμία, ἡ,A naming after λάχανα, Tz.H.4.558.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχανωνυμία — λαχανωνυμία, ἡ (Μ) ονομασία που δίνεται σε κάποιον από λάχανο («σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ ωνυμία, φερ ωνυμία] … Dictionary of Greek
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek